Σελίδες

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Ότι πρέπει να γνωρίζουμε για τους χρόνιους μυοσκελετικούς πόνους.

Ότι πρέπει να γνωρίζουμε για τους χρόνιους μυοσκελετικούς πόνους.

Ότι πρέπει να γνωρίζουμε για τους χρόνιους μυοσκελετικούς πόνους.


Από τη στιγμή που ο άνθρωπος γεννιέται βιώνει τον πόνο. Η στιγμή της γέννησης είναι αδιαμφισβήτητα το αρχαιότερο ψυχικό και σωματικό τραύμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η φύση έχει προνοήσει και το νευρικό μας σύστημα δεν είναι ακόμα τελειοποιημένο, έτσι δεν θυμόμαστε καθόλου ούτε τη στιγμή της γέννησης μας, ούτε μερικούς μήνες/χρόνια μετά τη γέννηση μας. Ο ώριμος άνθρωπος χρησιμοποιεί τον όρο «πόνος» για να περιγράψει οποιοδήποτε αίσθημα του δημιουργεί σωματική δυσφορία. Η επιστημονική κοινωνία χρησιμοποιεί τον όρο «χρόνιος πόνος» για να περιγράψει τον πόνο που δεν εξυπηρετεί καμία βιολογική διεργασία (πχ φλεγμονή-τραύμα) και ξεπερνάει σε διάρκεια το χρονικό διάστημα στο οποίο ολοκληρώνονται οι φυσιολογικές επουλωτικές διεργασίες του οργανισμού (συνήθως 3-6 μήνες). Επιδημιολογικές μελέτες ανά τον κόσμο επιδεικνύουν ότι οι πιθανότητες δημιουργίας χρόνιου πόνου σχετίζονται με την ηλικία, το φύλλο, την κοινωνική τάξη και το ακαδημαϊκό επίπεδο του ατόμου και το εθνικό σύστημα υγείας της εκάστοτε χώρας. Συγκεκριμένα μία έρευνα στην Αυστραλία επέδειξε ότι οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και έλλειψη ιδιωτικής ασφαλιστικής κάλυψης ήταν σημαντικά συνδεδεμένες με αναφορές χρόνιου πόνου. Εάν η γυναίκα ήταν άνεργη για λόγους υγείας οι πιθανότητες ήταν 6.5 φορές μεγαλύτερες να αναφέρει χρόνιο πόνο και γυναίκες που θεωρούσαν το βιοτικό τους επίπεδο «φτωχό» και είχαν λίγη η καθόλου οικογενειακή υποστήριξη ανέφεραν 7 φορές περισσότερο ότι πάσχουν από χρόνιο πόνο. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, μήπως ο χρόνιος πόνος, έχει να κάνει περισσότερο από όσο νομίζουμε με ψυχολογικούς παράγοντες? Μήπως το βιο-ιατρικό μοντέλο αντιμετώπισης του πόνου θα πρέπει να αλλαχθεί καλύτερα με ένα βιο-ψυχοκοινωνικό μοντέλο που να μην εστιάζει σε μία μέση, έναν αυχένα, ένα κεφάλι κλπ?
Τελικά τι είναι ο πόνος? Γιατί κάποιος πονάει?
Πολλά επιστημονικά μοντέλα έχουν κατά καιρούς περιγράψει την βιολογική και φιλοσοφική διάσταση του ανθρώπινου πόνου. Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι ο πόνος είναι μία φυσιολογική διεργασία του ανθρώπινου σώματος που σκοπό έχει την επιβίωση του είδους. Για παράδειγμα εάν κάποιος πονάει υπερβολικά στο στομάχι, θα πάει υποχρεωτικά στο γιατρό όπου μπορεί να διαγνώσει ένα έλκος στομάχου. Εδώ ο πόνος εξυπηρετεί ως ένας φυσιολογικός συναγερμός που μας προειδοποιεί ότι μία παθολογική διαδικασία συμβαίνει σε κάποιο τμήμα του σώματος. Παρομοίως ένα κάταγμα στο πόδι πονάει τόσο πολύ ώστε να αποφεύγουμε να το πατάμε για να επιτραπεί στον οργανισμό το απαραίτητο χρονικό διάστημα για να επουλώσει τις πληγές του, δηλαδή στην προκείμενη στιγμή το κάταγμα. Αυτό που πολύς κόσμος δεν γνωρίζει είναι ότι το στομάχι, το πόδι, το κεφάλι κλπ δεν παράγουν πόνο. Εκπέμπουν μόνο νευρικά σήματα. Τα σήματα αυτά φτάνουν μέσω των νεύρων στον εγκέφαλο και επεξεργάζονται. Εάν ο εγκέφαλος κρίνει ότι ο οργανισμός κινδυνεύει, παράγει πόνο για να τον προστατέψει. Αυτός είναι ο «προσαρμοστικός πόνος» που σκοπό έχει την επιβίωση. Μέσα στην εξέλιξη του είδους μας ακόμα κάποια ελλατώματα υπάρχουν στο παραπάνω σύστημα. Παραδείγματος χάριν, ένας καρκινικός όγκος μπορεί να αναπτύσσεται στο σώμα μας αλλά δυστυχώς ο εγκέφαλος να δημιουργήσει πόνο όταν είναι πλέον πολύ αργά.
O πόνος μας προειδοποιεί για βλάβες στο σώμα μας για να μας προστατεύσει. Γιατί τότε κάποιοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν αδιάκοπο πόνο για αρκετά χρόνια μετά από ένα τραύμα ενώ κάνουν όσα τους συνέστησε ο θεραπευτής τους δεδομένου ότι ο οργανισμός επουλώνει τα τραύματα του σε 3-6 μήνες? Μήπως αυτόσυμβαίνει γιατί η βλάβη δεν έχει επουλώσει καλά?
Πολλές φορές υπάρχουν ασθενείς που πάσχουν από συνεχόμενο επί σειρά ετών πόνο. Πάντα συνοδεύονται από μία ιατρική γνωμάτευση όπως κεφαλαλγία, λουμπάγκο, αυχενικό σύνδρομο, ινομυαλγία, καυσαλγία, επικονδυλίτιδα κλπ. Περνούν από περιόδους ύφεσης συμπτωμάτων και περιόδους έξαρσης όπου μερικές φορές ανακαλύπτουν ότι ο πόνος τους «ταξιδεύει» μυστηριωδώς. Οι περισσότεροι συνοδεύονται από πλειάδα εξετάσεων που περιλαμβάνουν μαγνητικές τομογραφίες, αξονικές, ακτινογραφίες, εγκεφαλογραφήματα, γενικές εξετάσεις κλπ. Και στις περισσότερες περιπτώσεις όλες οι εξετάσεις είναι φυσιολογικές ή τα εργαστηριακά ευρήματα δεν δικαιολογούν την έκταση του πόνου. Εδώ θα επικαλεστώ αυτό που είπα προηγουμένως, δηλαδή ότι ο εγκέφαλος δημιουργεί πόνο και όχι οι ιστοί. Τρεις με έξι μήνες είναι αρκετοί για να επουλώσει μία βλάβη στο σώμα. Ο πόνος που συνεχίζει μετά από αυτό το διάστημα είναι ο λεγόμενος «δυσπροσαρμοστικός πόνος». Αυτός ο πόνος δεν έχει καμία βιολογική αξία αφού δεν εξυπηρετεί τη γρήγορη επούλωση κάποιου τραύματος όπως συμβαίνει με το προσαρμοστικό πόνο που περιέγραψα πριν. Αντιθέτως ο πόνος αυτός μόνο επιζήμιος μπορεί να αποβεί από πολλές πλευρές. Για παράδειγμα τα άτομα αυτά παρατηρούνται να κινούνται αφύσικα είτε λόγο του πόνου τους, είτε απλά από συνήθεια. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει μικροτραύμα στο μυοσκελετικό σύστημα λόγω ασύμμετρης μηχανικής φόρτισης των ιστών και να δημιουργήσει έτσι ένα φαύλο κύκλο πόνου-τραύματος-πόνου.
Δηλαδή ο πόνος είναι μόνο στο κεφάλι μας?

Η γένεση της «εμπειρίας του σωματικού πόνου» είναι νευροφυσιολογικά στο κεφάλι μας αφού εκεί φιλοξενείται ο εγκέφαλος μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όποιος νιώθει πόνο για περισσότερο από το φυσιολογικό είναι ψυχασθενής και χρειάζεται ψυχίατρο. Κάθε πόνος είναι πραγματικός και αποτελεί μία άριστη μεν, δυσάρεστη δε διεργασία σε οτιδήποτε κρίνει το σώμα μας ότι είναι απειλητικό για την επιβίωση μας. Είναι παγκοσμίως αποδεκτό πλέον ότι ακόμα και αν έχουμε οργανική βλάβη στις αρθρώσεις μας, το μεσοσπονδύλιο δίσκο ή σε οποιαδήποτε άλλη σωματική δομή εάν ο εγκέφαλος μας κρίνει ότι δεν κινδυνεύουμε δεν θα βιώσουμε πόνο. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ακόμα και αν δεν έχουμε καμία δυσλειτουργία στους μύες, τα νεύρα, τα σπλάχνα μας, εάν ο εγκέφαλος μας κρίνει ότι κινδυνεύουμε θα νιώσουμε πόνο.
Δυστυχώς το  ξεπερασμένο ιατρικό μοντέλο μας διδάσκει ότι οπωσδήποτε για να πονάμε κάτι πρέπει να υπάρχει εκεί και πρέπει να το βρούμε για να το γιατρέψουμε προκειμένου να απαλλαχθούμε από την ανυπόφορη εμπειρία του πόνου. Αυτό οδηγεί τον  χρόνιο μυοσκελετικό ασθενή σε πολλαπλές ιατρικές επισκέψεις, διαφορετικές γνωματεύσεις, πολυάριθμες ιατρικές εξετάσεις, εναλλακτικές μορφές θεραπείας, φαρμακευτικά κοκτέιλ, που αποτέλεσμα έχουν να αυξάνουν ακόμα περισσότερο τη σύγχυση και ανασφάλεια του παθών. Σε άλλες περιπτώσεις δε, η απλοποιημένη επιπόλαια περιγραφή του θεραπευτή για την πάθηση κάποιου, οδηγούν τους ασθενείς σε καταστροφικές τάσεις. Συνήθως αυτοί οι άνθρωποι βρίσκουν «λύτρωση» στην ιατρική γνωμάτευση διότι ξέρουν πλέον τι έχουν, αλλά απέχουν ολοένα και περισσότερο από μια φυσιολογική ζωή έξω από το σπίτι φοβούμενοι τη μελλοντική υποτροπή της «ανίατης βλάβης» που τους έμελε. Ο φόβος του πόνου σε οτιδήποτε κάνουν κυριαρχεί τη ζωή τους. Είναι όμως γεγονός στη παγκόσμια ιατρική κοινωνία ότι ευρήματα όπως «κοίλες δίσκων», «άλατα», «εκφυλιστικές αλλοιώσεις», «στενώσεις» ειδικά στην σπονδυλική στήλη δεν συσχετίζονται με τα κλινικά συμπτώματα, δηλαδή το σωματικό πόνο στη μέση ή το πόδι.
Είναι κατανοητό ότι ο πόνος έχει ψυχολογικές επιπτώσεις. Μπορεί όμως ο τρόπος που σκεφτόμαστε για αυτόν να επηρεάζει το ποσοστό του πόνου που βιώνουμε?

Ο άνθρωπος συνδέει κάθε εμπειρία πόνου  από μία συναισθηματική αντίδραση και αντίστροφα. Για παράδειγμα ένα παιδάκι πέφτει και χτυπάει (επιπόλαιος τραυματισμός). Θα κλάψει μόνο αν διαπιστώσει οτι τα οικεία του πρόσωπα το παρατηρούν. Αυτή και άλλες κλινικές παρατηρήσεις οδήγησαν τη σύγχρονη ιατρική κοινωνία να αντιμετωπίζει τον πόνο με το ψυχο-κοινωνιο-βιολογικό μοντέλο που απεικονίζεται σχηματικά με τα στρώματα ενός κρεμμυδιού. Σύμφωνα με το νέο αυτό μοντέλο ο πόνος αναπαρίσταται σχηματικά από τη καρδιά του κρεμμυδιού. Κάθε ένα στρώμα του κρεμμυδιού από μέσα προς τα έξω με σειρά σημαντικότητας αναπαριστά: α) τη διάδοση σημάτων πόνου από τα νεύρα, β) τη συμπεριφορά του ατόμου και τα πιστεύω του, γ) το βαθμό που υποφέρει ψυχολογικά από το πόνο του, δ) τις μεθόδους που ανακαλύπτει για να αντιμετωπίσει το πόνο του, ε) το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει και δρα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα.

α) Διάδοση σημάτων πόνου από τα νεύρα:
Υπεράνθρωπες ιστορίες όπου τραυματίες σε τροχαία που μπροστά στο φόβο μιας ενδεχόμενης έκρηξης δεν αισθάνθηκαν πόνο παρά τα βαριά τους τραύματα. Οι περισσότεροι άνθρωποί που έχασαν το πόδι τους από επίθεση καρχαρία δεν αισθάνθηκαν πόνο μέχρις που είδαν με τα μάτια τους την απώλεια του άκρου τους. Και στα δυο παραδείγματα κυριαρχεί το ένστικτο της επιβίωσης.
β) Συμπεριφορά του ατόμου και τα πιστεύω του: Πολλές θρησκείες θεωρούν τον ανθρώπινο πόνο ως εξιλέωση. Καθημερινά παρακολουθούμε ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση που άνθρωποι βιώνουν και αντέχουν τα βασανιστήρια του Χριστού μέχρι και τη σταύρωση για μία φορά κάθε χρόνο της ζωής τους. Είναι καταπληκτικό επίσης να παρατηρείς τις πολύ θεοφοβούμενες ηλικιωμένες κυρίες να περπατούν έξω από την εκκλησία υποβαστόμενες από δύο βοηθούς και μες στην εκκλησία την στιγμή της μετανοίας να σκύβουν με χαρακτηριστική άνεση.
γ) Βαθμός που υποφέρει ψυχολογικά από το πόνο του: Ένα παιδί που ζει μέσα στην ανέχεια και την πείνα βιώνει τον σωματικό πόνο και τις ασθένειες καθημερινά. Η αντίδραση αυτού του παιδιού σε ένα επιφανειακό τραύμα στο δάχτυλο του θα είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη ενός παιδιού που μεγαλώνει μέσα σε ένα υπερπροστατευτικό οικογενειακό περιβάλλον.
δ) Μέθοδοι που ανακαλύπτει για να αντιμετωπίσει το πόνο του: Τα ποιο ευαίσθητα συναισθηματικά άτομα ανθυποβάλονται αρκετά από την εμπειρία του σωματικού πόνου και απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τις φυσικές δραστηριότητες που τους θυμίζουν τον πόνο τους. Άλλα πάλι άτομα αντιθέτως δεν προβληματίζονται ιδιαίτερα, δηλώνουν ότι «ξεχνώ οτι πονάω και συνεχίζω τις δραστηριότητες μου >και συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται όποιο και αν είναι το κόστος στην υγεία τους.
ε) Το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει και δρα: Στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες όπως η Ελληνική ο άνδρας «δεν επιτρέπεται να πονάει». Αντιθέτως η γυναίκα είναι το  αδύνατο φύλο που δεν αντέχει τον σωματικό πόνο. Πάραυτα τη στιγμή του τοκετού η σκέψη της δημιουργίας ζωής κάνει τη γυναίκα ικανή να αντέξει σωματικό πόνο που μόνο σε ειδικές σπάνιες περιπτώσεις αντιμετωπίζει ένας άντρας.
Ο ψυχολογικός πόνος είναι διαφορετικός από το σωματικό?

Βιολογικά η φυσιολογία του πόνου στον εγκέφαλο είναι ίδια είτε ο πόνος είναι σωματικός, είτε ψυχολογικός και το ένα μπορεί να επηρεάσει το άλλο. Χαρακτηριστικά αξίζει να σας αναφέρω ότι κάθε σκέψη που κάνουμε βιολογικά αντιστοιχεί στη γένεση ενός νευρικού σήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν κάποια άτομα που διέρχονται τυχαία από τον τόπο ατυχήματος, που σημάδεψε την ζωή τους και προκάλεσε και αφόρητο σωματικό πόνο, νιώθουν τον ίδιο σωματικό πόνο χωρίς να υπάρχει πλέον σωματικό τραύμα. Από αυτή τη παρατήρηση καταλαβαίνουμε εύκολα ότι τα νεύρα μας διατηρούν ένα είδος μνήμης. Μπορεί να πληρώνουμε το κόστος της μνήμης των νεύρων με συνεχόμενο πόνο μερικές φορές, όμως ο αρχικός σκοπός αυτής της «μνήμης» εξυπηρετεί την επιβίωση.
Δηλαδή κάθε φορά που ένας χρόνιος ασθενής κάνει μία κίνηση και πονάει δεν προκαλεί περεταίρω σωματικό τραύμα? Μπορεί να οφείλετε η μνήμη των νεύρων για αυτό το φαινόμενο?
Τις περισσότερες φορές το βίωμα σωματικού πόνου στη περιοχή είναι αποτέλεσμα της κακής μνήμης του νευρικού συστήματος, της λανθασμένης κίνησης και όχι αποκλειστικά επιδείνωσης σωματικής βλάβης. Το ποσοστό του πόνου που βιώνει ένας άνθρωπος, δεν αντιστοιχεί στην έκταση της σωματικής βλάβης.
Είναι δυνατόν ένας έντονος χρόνιος πόνος να δημιουργεί πόνο και σε μία άλλη περιοχή του σώματος? Γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις χρόνιου μυοσκελετικού πόνου, ο πόνος ταξιδεύει?

Ο εγκέφαλος λειτουργεί με φίλτρα στα ερεθίσματα που φτάνουν από τα διάφορα μέρη του σώματος. Φυσιολογικά μία περιοχή πρέπει να στείλει αρκετά έντονα ερεθίσματα στον εγκέφαλο ώστε να προκαλέσουν την παραγωγή πόνου. Στην περίπτωση του χρόνιου πόνου όμως τα φίλτρα του εγκεφάλου γίνονται ποιο ευαίσθητα. Έτσι ένα ερέθισμα που δεν δημιουργεί υπό φυσιολογικές συνθήκες πόνο, στην περίπτωση των χρόνιων ασθενών μπορεί. Έτσι στο χρόνιο πόνο ακόμα και το άγγιγμα σε μία άλλη περιοχή από τη «παθολογική» μπορεί να προκαλέσει πόνο.
Υπάρχουν ελπίδες για τους ανθρώπους που υποφέρουν? Πως μπορούν να θεραπευτούν? Που πρέπει να αναζητήσουν βοήθεια?

Τα καλά νέα είναι η πλαστικότητα που χαρακτηρίζει το νευρικό μας σύστημα,δηλαδή η προσαρμοστική ικανότητα των νευρών. Οι περισσότερες βιολογικές κατασκευές του σώματος που λαμβάνουν μέρος στη μετάδοση των ερεθισμάτων του πόνου έχουν διάρκεια ζωής ακριβώς 2 ημέρες! Αυτό σημαίνει ότι με κατάλληλη θεραπευτική παρέμβαση τα «φρέσκα» κύτταρα θα καταργήσουν την κακή μνήμη πόνου και θα την αντικαταστήσουν με υγιή ερεθίσματα. Η τεχνική της θεραπευτικής προσέγγισης των ασθενών έχει δανειστεί πολλές από τις αρχές της κλινικής ψυχολογίας όπως αυτήν  της «σταδιακής έκθεσης στον κίνδυνο», δηλαδή στη προκείμενη περίπτωση τη σταδιακή έκθεση στο πόνο και τη φυσική δραστηριότητα.
Το μεγαλύτερο όμως όπλο του χρόνιου μυοσκελετικού ασθενή είναι η «εκπαίδευση», να μάθει δηλαδή ο ίδιος πως λειτουργεί ο πόνος του και τι μπορεί να κάνει για να τον διαφοροποιήσει.Οι χρόνιοι ασθενείς δεν πρέπει να αναζητούν συνεχώς συμπωματική θεραπεία με μακροχρόνιες φαρμακευτικές αγωγές, φυσικοθεραπείες  ούτε να δοκιμάζουν κοκτέιλ φαρμάκων χωρίς ιατρική συνταγή επειδή τα παίρνει και κάποιος γνωστός τους με παρόμοιο πρόβλημα.
Καμία θεραπευτική ειδικότητα δεν αποτελεί πανάκεια σε ένα τόσο πολυδιάστατο πρόβλημα και ακόμα και κάποιες φαινομενικά οργανωμένες κλινικές αντιμετώπισης χρόνιου πόνου δεν αποτελούν εξαίρεση από το κανόνα. Αυτό που πρέπει όμως να γνωρίζουμε είναι ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου απαιτεί το σχεδιασμό ενός προγράμματος αποκατάστασης που απώτερο σκοπό να έχει την επαναφορά της υγειούς φυσιολογικής  κίνησης του σώματος στις καθημερινές δραστηριότητες, μέσα από μια καλά συντονισμένη συνεργασία από θεραπευτές διαφορετικών ειδικοτήτων, συγκεκριμένα ορθοπεδικού, νευρολόγου, φυσιοθεραπευτή,  εργοθεραπευτή που έχουν σαν σκοπό την μετεκπαίδευση στην θεραπεία του χρόνιου πόνου για να μπορεί να δημιουργηθεί ένα κλίμα αποτελεσματικής  επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων ειδικοτήτων, την συμβολή στη συνολική προσπάθεια τρίτων φορέων όπως του ασφαλιστικού φορέα του ασθενούς, του άμεσου οικογενειακού του περιβάλλοντος και πάνω από όλα τη απόλυτη συμμετοχή και δέσμευση του ίδιου του ασθενή και την θέληση του για βελτίωση.